σουέτ

σουέτ
και σουέντ, το, Ν
άκλ.
1. είδος κατεργασμένου δέρματος πολυτελείας τού οποίου η εσωτερική πλευρά τοποθετείται ως εξωτερική στα κατασκευαζόμενη είδη
2. ως επίθ. κατασκευασμένος από σουέτ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. suede < Suede «Σουηδία»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”